Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Το Τρένο   - από Άναυδος



Τουυ ου-ου ούτ. Τούτ! Τσαφ - τσουφ, τσαφ - τσουφ, ντούπου - ντούπου. Το τρένο περνά, ή μάλλον έρχεται. Κάνω μισό βήμα αριστερά και σε τραβάω σύρριζα στον γκρεμό. Από κάτω 10 μέτρα πέτρινη γέφυρα στην κατάφυτη χαράδρα, χωρίς κάγκελα. Οι γραμμές φουρκέτα χάνονται κοντά και απέναντι, στρίβοντας πίσω από τις οξιές. Πού 'ναι το θηρίο;

Οι γραμμές δίπλα μας.
Πέτρινη άκρη δίχως κάγκελα και γραμμές δεν είναι ένα μέτρο κενό. Ποιος θα περάσει τώρα, το τρένο ή εμείς;

- Να κάνουμε προς τα πίσω, προλαβαίνουμε, λες.

- Κάτσε εδώ, σου λέω.

Πρώτα ακούστηκε η ανάσα σαν το θηρίο στα δέντρα, φάνηκε ο καπνός ανάμεσα στα κλαριά. Βγαίνει ασθμαίνοντας αλλά χωρίς να κομπιάζει η μηχανή και μας έρχεται καθαρός ο ήχος από τα έμβολα στους τροχούς. Οι χαράδρες το κάνουν να τρέχει σιγά, ίσα να μην το προλαβαίνεις.

Ο μηχανοδηγός μουντζούρης και απορροφημένος στέκεται στην λιγνή πόρτα. Το χέρι με το γάντι εργασίας στηρίζεται στο σίδερο. Τραβάει το σχοινί της ατμοσφυρίχτρας Φιιι ιιι φιτ ΦΙΤ! Το τρένο πλαγιάζει στις ράγες κοροϊδεύοντας την βαρύτητα του βουνού και μπαίνει στην στροφή της γέφυρας.

«Τζούφου τζούφου» πλαγιασμένο ακόμη, έρχεται σταθερό σαν τι άλλο, σαν τρένο. Η μαύρη μηχανή με τα κόκκινα σιρίτια περνάει δίπλα μας ξεφυσώντας στους γοφούς μας ατμούς σαν σιδερωτήριο. Ο μηχανοδηγός δεν μας δίνει σημασία. Η γωνία του πρώτου βαγονιού. Στο σκαλοπάτι όρθιος ο φροντιστής, με πηλήκιο και σιρίτι στο γείσο. Αυτός μας κοιτάει φευγαλέα. Στη σειρά πίσω του πρόσωπα γελαστά πολύχρωμα βγαλμένα στα παράθυρα κοιτάνε να δουν τον σταθμό, εμάς, το παρακάτω. Βαγόνια χαμηλά. Το πλαγιασμένο βαγόνι περνάει εκατοστά από το κεφάλι μου. Δεν κοιτάς πίσω σου. Ένα κορίτσι μας κουνάει το χέρι.

Πέρασε και το τελευταίο βαγόνι. Το τρένο χώθηκε κάτω από τα ψηλά δέντρα του σταθμού. Πάμε και εμείς κατά κει. Κόσμος κατεβαίνει από τα βαγόνια, σακίδια, τσάντες, περιέργεια, τεράστιες ομπρέλες τα δέντρα. Φτάνουμε στο ύψος της μηχανής. Είναι στο τέλος της γραμμής, μπροστά της το κτίριο του σταθμού. Βγάζει ζέστη σαν φούρνος με ταψιά φαγητό.

Στέκεται πάνω σε μια κυκλική κατασκευή. Πολλοί σε ημικύκλιο την κοιτάζουν, ο φροντιστής φωνάζει τον υπαίθριο μανάβη που είναι πιο πέρα. Έρχονται και κανα δυο άλλοι. Ο μηχανοδηγός κατεβαίνει και αποσυνδέει τα βαγόνια. Όλοι μαζί σπρώχνουν τα πισινά της μηχανής να κάνει μια σβούρα γύρω από τον εαυτό της. Αυτή σαν βαριεστημένος ελέφαντας, που έχει κάνει το καθήκον του, τους πετάει ένα άσπρο σύννεφο.

- Φουφφ...

- Έλα οοπ!

- Φουφφ...

- Έλα οοοπ!

- Φσσσιτ...

- Έλα οοοπ!

- Φουφφ...

- Όοπα δέσε!

Ο μανάβης γυρίζει πάλι στα τελάρα του. Τα σύκα, τα αχλάδια, τα βερίκοκα ραχατιάζουν μόστρα κάτω από τον παχύ ίσκιο. Ο μηχανοδηγός μανουβράρει την μηχανή στις βοηθητικές γραμμές και την βάζει πάλι επικεφαλής από την άλλη μεριά των βαγονιών. Λάδωμα, έλεγχος. Σκούπισμα με την ανάστροφη του βραχίονα, οι πινελιές μουτζούρας στο μέτωπο του δεν τον κάνουν για Ινδιάνο, έχει μουστάκι. Ο φροντιστής τον πιάνει από την τιράντα της φόρμας.

- Πάμε, έχω πει για καφέ

Στρίβουμε στην έξοδο του σταθμού, γιατί να μην πιούμε και εμείς ένα καφέ; Δίπλα έχει ένα πλάτωμα στα πλατάνια της επόμενης χαράδρας.

Πήλιο. Ένα καλοκαίρι. Σταθμός Μηλεών. Κυριακή.






______________________________________________________________________________
XXXXXX
XXXXXX
Δημόσιο Βήμα "ο Τοίχος"
Οι αρθρογράφοι σε παρένθεση είναι δικές μας επιλογές. Οι εκτός παρένθεσης είναι όσοι στέλνουν κείμενα τους.
Αναρτάμε τα κείμενα που στέλνετε, το λιγότερο, ανα 1 ημέρα.
Φυσικά, σε ειδικές περιπτώσεις γίνεται άμεσα. Για να στείλετε το κείμενο σας
Αρχείο αναρτήσεων στο Δημόσιο Βήμα
_________________________________________________________________________________________________
Για προβλήματα του blog (εκτός υδραυλικών), προτάσεις βελτίωσης →